- αποδημία
- η1) переселение, эмиграция; жизнь на чужбине;
ιεραί αποδημίαι — паломничество;
2) перелёт (птиц)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιεραί αποδημίαι — паломничество;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀποδημία — ἀποδημίᾱ , ἀποδημία going fem nom/voc/acc dual ἀποδημίᾱ , ἀποδημία going fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀποδημίᾱ , ἀποδημίη fem nom/voc/acc dual (ionic) ἀποδημίᾱ , ἀποδημίη fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδημίᾳ — ἀποδημίαι , ἀποδημία going fem nom/voc pl ἀποδημίᾱͅ , ἀποδημία going fem dat sg (attic doric aeolic) ἀποδημίαι , ἀποδημίη fem nom/voc pl (ionic) ἀποδημίᾱͅ , ἀποδημίη fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποδημία — H μετανάστευση· η μετακίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλο. (Θρησκ.) Α. ονομάζεται στη θρησκευτική ορολογία η ομαδική μετάβαση των πιστών για προσκύνημα σε τόπους που θεωρούνται ιεροί. Γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και αποτελεί κοινό έθιμο σε… … Dictionary of Greek
αποδημία — η η αναχώρηση μακριά από την πατρίδα, διαμονή στο εξωτερικό: Μειώθηκε η αποδημία του αγροτικού πληθυσμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποδημίας — ἀποδημίᾱς , ἀποδημία going fem acc pl ἀποδημίᾱς , ἀποδημία going fem gen sg (attic doric aeolic) ἀποδημίᾱς , ἀποδημίη fem acc pl (ionic) ἀποδημίᾱς , ἀποδημίη fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδημίαι — ἀποδημία going fem nom/voc pl ἀποδημίᾱͅ , ἀποδημία going fem dat sg (attic doric aeolic) ἀποδημίη fem nom/voc pl (ionic) ἀποδημίᾱͅ , ἀποδημίη fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδημίαν — ἀποδημίᾱν , ἀποδημία going fem acc sg (attic doric aeolic) ἀποδημίᾱν , ἀποδημίη fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδημιῶν — ἀποδημία going fem gen pl ἀποδημίη fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδημίαις — ἀποδημία going fem dat pl ἀποδημίη fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδημίη — ἀποδημία going fem nom/voc sg (epic ionic) ἀποδημίη fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδημίην — ἀποδημία going fem acc sg (epic ionic) ἀποδημίη fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)